- οξυουρίαση
- (Ιατρ.). Παρασιτική νόσος, που οφείλεται στην ύπαρξη οξύουρου στο έντερο του ανθρώπου. Παρατηρείται σε όλες τις ηλικίες αλλά περισσότερο προσβάλλει τα παιδιά. Το κύριο χαρακτηριστικό της νόσου είναι η χρόνια φλεγμονή του βλεννογόνου του ορθού και του πρωκτού, που επιπλέον προκαλεί φαγούρα. Η οξυουρίαση συνοδεύεται από διάρροια, ναυτία και μερικές φορές από εμετό. Όχι σπάνια, οι ο. εισδύουν στο τοίχωμα της σκωληκοειδούς απόφυσης και προκαλούν έτσι σκωληκοειδίτιδα.
* * *η(ιατρ.-κτην.) παρασιτική νόσος που οφείλεται στην παρουσία τού νηματώδους σκώληκα Enterobius vermicularis στα έντερα τού ανθρώπου αλλά και άλλων θηλαστικών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxyuriasis (< οξυουρίς + -ίαση*)].
Dictionary of Greek. 2013.